- καλοκάρφωτος
- κᾰλο-κάρφωτος, ον,A gloss on εὐγόμφωτος, Sch.Opp.H.1.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοκάρφωτος — καλοκάρφωτος, ον (Α) (σχόλ. για ερμηνεία τού επιθ. ευγόμφωτος) καλά στερεωμένος, καλά καρφωμένος … Dictionary of Greek
καλοκάρφωτον — καλοκάρφωτος masc/fem acc sg καλοκάρφωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek